ἥκαμεν

ἥκαμεν
ἵημι
Ja-c-io
aor ind act 1st pl
ἵημι
Ja-c-io
aor ind act 1st pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυριοχάριτος — η, ο αυτός που έχει μύριες χάρες, που είναι προικισμένος με πολλά χαρίσματα («καλά και μυριοχάριτο τόν ήκαμεν η φύση», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χάριτος (< χάρις, χάριτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”